συμβολαιογραφικός

συμβολαιογραφικός
η , ό[ν] нотариальный;

συμβολαιογραφικόςή πράξη — нотариальный акт


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συμβολαιογραφικός" в других словарях:

  • συμβολαιογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συμβολαιογράφο («συμβολαιογραφική αμοιβή») 2. αυτός που καταρτίζεται από συμβολαιογράφο («συμβολαιογραφική πράξη») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συμβολαιογραφικά η αμοιβή τού συμβολαιογράφου για τη… …   Dictionary of Greek

  • συμβολαιογραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στο συμβολαιογράφο: Συντάχτηκε συμβολαιογραφική πράξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοδαρικός — ή, ό [νοδάρος] (για έγγραφο) αυτός που έχει συνταχθεί από νοδάρο, συμβολαιογραφικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»